- καταβόλος
- κατα-βόλος, ὁ, ein Ort, wo Schiffe vor Anker gehen können, Rhede
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατάβολος — stewpond masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβολος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 36 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Παντοκράτορας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. * * * ο (Α κατάβολος)… … Dictionary of Greek
καταβόλους — κατάβολος stewpond masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβόλῳ — κατάβολος stewpond masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβολον — κατάβολος stewpond masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησάκι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Κερκύρας. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (8 τ. χλμ.), στην οποία ανήκαν και άλλοι τρεις οικισμοί, ο Κατάβολος (υψόμ. 280 μ.), οι Απολυσοί (υψόμ. 220 μ.) και το Βιγλατούριον (υψόμ. 200 μ.). * * *… … Dictionary of Greek